Παιδική παχυσαρκία: Η νόσος που επιταχύνει τη γήρανση – Οι παράγοντες κινδύνου – ΤΟ ΒΗΜΑ

Published On: 01/12/2023Last Updated: 01/12/2023

Νέα διεθνής μελέτη με ελληνική συμμετοχή δείχνει ότι το περιττό βάρος αυξάνει τη βιολογική τους ηλικία – Τι φανερώνουν αδημοσίευτα στοιχεία για την παιδική παχυσαρκία στην Ελλάδα

Οσύγχρονος τρόπος ζωής αλλά και το έμπλεο χημικών ρύπων περιβάλλον μεγαλώνουν… παχύσαρκα παιδιά, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το μέλλον τους – είναι εξάλλου πλέον γνωστό ότι η παχυσαρκία είναι μια σοβαρότατη νόσος που εγκυμονεί πλήθος άλλων προβλημάτων υγείας. Και αυτό το περιττό βάρος εξ απαλών ονύχων γίνεται ασήκωτο φορτίο στους ώμους των παιδιών γερνώντας τα πρόωρα! Αυτό δείχνει μια νέα διεθνής μελέτη με ελληνική συμμετοχή η οποία δημοσιεύθηκε πριν από μερικές ημέρες στην επιστημονική επιθεώρηση ανοιχτής πρόσβασης «eLife».

Μια μελέτη που κρούει τον κώδωνα του κινδύνου ιδίως στη χώρα μας, όπου, σύμφωνα με στοιχεία της μεγάλης διαχρονικής μελέτης Ρέα – ορισμένα εκ των οποίων αδημοσίευτα που παρουσιάζονται στο ΒΗΜΑ-Science – πάνω από το 40% των 11χρονων παιδιών χάνουν τη μάχη με τη ζυγαριά καθώς είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα. Μια μάχη χαμένη και στην εφηβεία αφού σχεδόν 4 στους 10 δεκαπεντάχρονους έχουν περιττό βάρος ή είναι παχύσαρκοι. Κοινώς πολλά Ελληνόπουλα ξεκινούν τη ζωή τους έχοντας βιολογική ηλικία μεγαλύτερη από την πραγματική τους εξαιτίας της παχυσαρκίας και με αυτή τη… βαριά αποσκευή κινούν για ένα «ταξίδι» που κρύβει πολλές… απότομες στροφές για το μέλλον της υγείας τους.

Η αποκαλυπτική μελέτη Ρέα

Στη νέα μελέτη συμμετείχαν ερευνητές από τη Βρετανία, τη Λιθουανία, την Ισπανία, τις ΗΠΑ, τη Νορβηγία, το Βέλγιο, τη Γαλλία και την Ελλάδα – σε ό,τι αφορούσε τη χώρα μας αναλύθηκαν στοιχεία της Ρέα (www.rhea.gr) η οποία είναι η μοναδική ελληνική μελέτη γενιάς που πραγματοποιείται από τον Τομέα Κοινωνικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κρήτης και χρηματοδοτείται από την Ελλάδα και την ΕΕ.

Οπως εξήγησε στο ΒΗΜΑ-Science η δρ Μαρίνα Βαφειάδη, επιδημιολόγος, μεταδιδακτορική ερευνήτρια Περιβαλλοντικής Επιδημιολογίας και συντονίστρια της Μελέτης Ρέα, «η μελέτη αυτή αποτελεί ομαδική προσπάθεια στην οποία επίσης συμμετέχουν οι βιοστατιστικοί Θεανώ Ρουμελιωτάκη και Κατερίνα Μαργετάκη, η βιολόγος, υποψήφια διδάκτωρ Επιδημιολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης και υπεύθυνη του Εργαστηρίου και της Βιοτράπεζας της Ρέα Βασιλική Μπεμπή καθώς και ο επίκουρος καθηγητής Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και επικεφαλής της Κλινικής Προληπτικής Ιατρικής και Διατροφής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης Εμμανουήλ Συμβουλάκης. Η Ρέα είναι μέρος ενός ευρωπαϊκού πάνελ μελετών μητέρας – παιδιού που πραγματοποιούνται παράλληλα σε πολλές χώρες στην Ευρώπη με σκοπό να καταγράψουν τις περιβαλλοντικές, διατροφικές και ψυχοκοινωνικές εκθέσεις στην περίοδο της εγκυμοσύνης και της παιδικής ηλικίας καθώς και την επίδρασή τους στην υγεία και στην ανάπτυξη των παιδιών». Η μελέτη Ρέα ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2007 και συμπεριέλαβε 1.300 γεννήσεις που πραγματοποιήθηκαν στη διάρκεια ενός χρόνου στον Νομό Ηρακλείου σε δημόσια και ιδιωτικά μαιευτήρια. Η συλλογή των δεδομένων άρχισε κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και συνεχίστηκε κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής των παιδιών με τακτικές συναντήσεις έως και την ηλικία των 15 ετών, με μακροπρόθεσμο στόχο την παρακολούθησή τους μέχρι και το κρίσιμο στάδιο της ενηλικίωσής τους.

Δείκτες βιολογικής γήρανσης

Μέρος αυτού του πληθυσμού παιδιών από την Ελλάδα συμμετείχε και στο πανευρωπαϊκό πρόγραμμα Helix, δεδομένα του οποίου σχετικά με τη σύνδεση της βιολογικής ηλικίας παιδιών και της σωματικής ανάπτυξής τους δημοσιεύθηκαν προσφάτως στο eLife (σημειώνεται ότι στην τελευταία αυτή δημοσίευση συμμετείχε άλλη μια Ελληνίδα, η καθηγήτρια Πληθυσμιακών Επιστημών και Επιστημών Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνιας Λήδα Χατζή).

Η μελέτη περιέλαβε 1.173 παιδιά ηλικίας 5 ως 12 ετών και διερεύνησε τη σχέση διαφορετικών δεικτών με τη βιολογική ηλικία τους. Οι ερευνητές μέτρησαν το μήκος των τελομερών καθώς και τη μεθυλίωση του DNA στο αίμα των παιδιών αλλά και τον λιπώδη ιστό τους. Οπως προέκυψε, μεταξύ άλλων, το υψηλότερο βάρος των παιδιών κατά τη γέννηση φάνηκε να συνδέεται με μεγαλύτερη ανοσομεταβολική ηλικία.

Παράλληλα, όταν όλοι οι δείκτες βιολογικής ηλικίας που εξετάστηκαν ήταν υψηλοί, συνδέονταν με μεγαλύτερο Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ – εργαλείο προσδιορισμού της παχυσαρκίας που προκύπτει αν διαιρεθεί το σωματικό βάρος σε κιλά με το τετράγωνο του ύψους σε μέτρα) και εναπόθεση λίπους. Στη μελέτη αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι «στα παιδιά, όπως και στους ενηλίκους, η βιολογική γήρανση φαίνεται να αποτελεί μια πολυσύνθετη διαδικασία και η παχυσαρκία αποδεικνύεται σημαντικός παράγοντας επιτάχυνσης της βιολογικής γήρανσης. Η επιτάχυνση της μεθυλίωσης του DNA και η φθορά των τελομερών πιθανώς αντικατοπτρίζουν πρώιμες επιβαρυντικές πτυχές της βιολογικής γήρανσης, οι οποίες εμφανίζονται ακόμη και στα παιδιά».

Αναφερόμενη σε αυτά τα ευρήματα η δρ Βαφειάδη σημείωσε πως «από τη μελέτη στο eLife προέκυψε ότι οι αυξημένοι δείκτες παχυσαρκίας σχετίζονται με τέσσερις βιολογικούς δείκτες επιταχυνόμενης γήρανσης. Παρόμοιες συσχετίσεις έχουν εντοπιστεί σε ενηλίκους και σε άτομα τρίτης ηλικίας. Τα αποτελέσματα της μελέτης συμβάλλουν σημαντικά στην κατανόηση των δεικτών βιολογικής ηλικίας στα παιδιά, η οποία είναι ζωτικής σημασίας για την κλινική και επιδημιολογική έρευνα που αφορά τους παράγοντες κινδύνου της πρόωρης γήρανσης».

Ανησυχητικά ευρήματα

Τα ούτως ή άλλως ανησυχητικά αυτά ευρήματα είναι διπλά ανησυχητικά για τη χώρα μας όπου τα ποσοστά παιδικής παχυσαρκίας «χτυπούν κόκκινο». Η συντονίστρια της μελέτης Ρέα υπογράμμισε ότι «η παρακολούθηση των παιδιών της μελέτης Ρέα έχει δείξει διαχρονικώς αυξανόμενα ποσοστά υπερβαρου / παχυσαρκίας με 22% στα 4 έτη, 37% στα 7 έτη, 43% στα 11 έτη. Πρώιμα αδημοσίευτα δεδομένα της Ρέα που αφορούν την ηλικία των 15 ετών δείχνουν μια μικρή κάμψη στα ποσοστά παχυσαρκίας (38%) κατά τα χρόνια της εφηβείας, ποσοστό που παραμένει όμως ανησυχητικά υψηλό».

Σύμφωνα με τον επικεφαλής της Κλινικής Προληπτικής Ιατρικής και Διατροφής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης όπου «τρέχει» η μελέτη Ρέα κ. Συμβουλάκη, το γεγονός ότι τα ποσοστά παχυσαρκίας στα Ελληνόπουλα αυξάνονται σε γραμμική σχέση με την ηλικία τους αποτελεί μείζον πρόβλημα δημόσιας υγείας. «Και αυτό διότι η παχυσαρκία έχει πολλαπλές επιπτώσεις στον οργανισμό και συνδέεται με προδιάθεση των παιδιών να γίνουν και παχύσαρκοι ενήλικοι με το πλήθος προβλημάτων υγείας που συνεπάγεται η παχυσαρκία, όπως ο διαβήτης και οι καρδιοπάθειες».

Ωστόσο δεν χρειάζεται (δυστυχώς) να φθάσουν τα παχύσαρκα παιδιά στην ενηλικίωση για να εμφανίσουν προβλήματα υγείας. «Αδημοσίευτα ακόμη στοιχεία της μελέτης Ρέα που βασίστηκαν σε διεξαγωγή μαγνητικής τομογραφίας ήπατος σε παχύσαρκα παιδιά αποκάλυψαν αυξημένη συσσώρευση λίπους στο ήπαρ από μικρή ηλικία και άρα προδιάθεση για μη αλκοολική λιπώδη νόσο του ήπατος η οποία συνδέεται με κίρρωση του ήπατος, ακόμη και με ηπατοκυτταρικό καρκίνο στην ενήλικη ζωή. Παράλληλα παρατηρούνται, με βάση τα ίδια στοιχεία, διαταραχές του θυρεοειδούς αδένα, προδιαβήτης αλλά και αυξημένη αρτηριακή πίεση σε αρκετά από τα παχύσαρκα παιδιά» τόνισε η δρ Βαφειάδη.

Πολυπαραγοντική αιτιολογία

Καθώς το πρόβλημα της παιδικής παχυσαρκίας συνεχώς γιγαντώνεται αναρωτιέται ευλόγως κάποιος ποιοι είναι οι παράγοντες που οδηγούν σε αυτή την «επιδημία» των περιττών κιλών στα παιδιά. Κατά την ερευνήτρια «δεν φαίνεται να είναι πλέον επαρκής η εξήγηση ότι η αυξημένη πρόσληψη θερμίδων και η έλλειψη σωματικής άσκησης είναι οι μοναδικοί ένοχοι για την αύξηση των ποσοστών παιδικής παχυσαρκίας. Η παχυσαρκία είναι μια πολυπαραγοντική νόσος και τον δικό της σημαντικό ρόλο στην εμφάνισή της παίζει η ρύπανση του περιβάλλοντος καθώς και η έκθεση των παιδιών ήδη από την εμβρυϊκή ζωή τους σε χημικά που χρησιμοποιούνται σε προϊόντα καθημερινής χρήσης και δρουν ως ορμονικοί διαταράκτες. Είναι χαρακτηριστικό ότι στοιχεία της μελέτης Ρέα έχουν δείξει πως η προγεννητική έκθεση σε περιβαλλοντικούς ρύπους, όπως τα φυτοφάρμακα, οι φθαλικές ενώσεις κ.ά., που εντοπίζονται σε τρόφιμα, προϊόντα προσωπικής φροντίδας και καλλυντικά, φαίνεται να αυξάνει τον κίνδυνο για ανάπτυξη παχυσαρκίας στα παιδιά στην ηλικία των 4 ετών. Πρέπει λοιπόν οι παρεμβάσεις μας για μείωση της παχυσαρκίας να περιλαμβάνουν και αυτές τις παραμέτρους που αποτελούν πλέον μέρος της καθημερινότητας όλων μας – συμπεριλαμβανομένων των παιδιών». Διότι το (δυσοίωνο) μέλλον του περιβάλλοντος δεν φαίνεται να ευνοεί το μέλλον του… μέλλοντος του κόσμου μας.

Οι παράγοντες κινδύνου

Μέσα από διαφορετικές μελέτες, συμπεριλαμβανομένης της Ρέα, έχουν έρθει στο φως ποικίλοι παράγοντες που σχετίζονται με την παιδική παχυσαρκία. Ας δούμε ορισμένους από αυτούς οι οποίοι δείχνουν και τον δρόμο της σωστής δράσης ώστε τα παιδιά να μην ξεκινούν τη ζωή τους με περιττό «φορτίο» που θα τους γίνει αβάσταχτο αργότερα.

  • Η παχυσαρκία της μητέρας πριν από την εγκυμοσύνη σχετίζεται με διπλασιασμό του κινδύνου παχυσαρκίας του παιδιού της ήδη από την προσχολική ηλικία.
  • Η αυξημένη πρόσληψη βάρους από το πρώτο τρίμηνο της κύησης σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο κοιλιακής παχυσαρκίας και αυξημένων επιπέδων αρτηριακής πίεσης των παιδιών στην ηλικία των 4 ετών.
  • Χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D στην αρχή της εγκυμοσύνης σχετίζονται με αύξηση του Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) και της κοιλιακής παχυσαρκίας σε παιδιά προσχολικής και σχολικής ηλικίας.
  • Επιβλαβείς εκθέσεις στα πρώτα χρόνια της ζωής, συμπεριλαμβανομένου του καπνίσματος της μητέρας στην εγκυμοσύνη, του παθητικού καπνίσματος και του μικρού διαστήματος θηλασμού, συνδέονται με αύξηση του κινδύνου παχυσαρκίας στα παιδιά.
  • H έλλειψη ύπνου και η χρήση αντιβιοτικών σχετίζεται με αύξηση του ΔΜΣ των παιδιών.
  • Παράγοντες που έχουν σχέση με συνήθειες του παιδιού, όπως η καθυστερημένη έναρξη παιδικού σταθμού και η παρακολούθηση τηλεόρασης στη διάρκεια της ημέρας, σχετίζονται με την ανάπτυξη παχυσαρκίας.
  • Αδημοσίευτα δεδομένα της μελέτης Ρέα δείχνουν ότι η προγεννητική έκθεση σε περιβαλλοντικούς ρύπους σχετίζεται με αύξηση της ολικής χοληστερόλης καθώς και της LDL (κακή χοληστερόλη) στα παιδιά στην ηλικία των 11 ετών. Επιπλέον, σχετίζεται με υψηλότερο κίνδυνο για ανάπτυξη υπέρτασης στην ηλικία των 4 ετών.

ΠΗΓΗ:ΤΟ ΒΗΜΑ

Go to Top